- σαρκασμοπιτυοκάμπτης
- σαρκ-ασμοπῐτῠοκάμπτης, ου, ὁ,A sneering-pinebender, Comic word in Ar.Ra. 966.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαρκασμοπιτυοκάμπτης — sneering pinebender masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκασμοπιτυοκάμπτης — ὁ, Α (κωμική λ.) ο χλευαστής πιτυοκάμπτης*, αυτός που λυγίζει τα πεύκα με σαρκασμό («σαλπιγγολογχυπηνάδαι, σαρκασμοπιτυόκαμπται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σαρκασμός + πιτυοκάμπτης] … Dictionary of Greek
σαρκασμοπιτυοκάμπται — σαρκασμοπιτυοκάμπτης sneering pinebender masc nom/voc pl σαρκασμοπιτυοκάμπτᾱͅ , σαρκασμοπιτυοκάμπτης sneering pinebender masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)